..

 

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ 

 

ΕΠΙΛΟΓΗ  ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

 

 

 

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 1991 |  ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ  1987 | ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ  1981 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2007

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ |   ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑΕπικοινωνία Μαζί μας  | facebook


 

.

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ  1991

 

   

 

 [ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ]  

 [ ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ ]   

[ ΑΠΩΛΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ  

 [ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ]  

[ Η ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΝΥΧΤΑ ]    

 

 

 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Tο τελευταίο καρφί μπαίνει στο σανίδι,

οι προβολείς δοκιμάστηκαν

οι πρωταγωνιστές ντυμένοι τα  ρούχα

της παράστασης

έτοιμα όλα

ο σκηνοθέτης φωνάζει

να φύγουν οι λέιζερ

ξεκινά η χορωδία.

 

Βγαίνει ο πρωταγωνιστής στη σκηνή

ωραίος και θεϊκός μες στη στολή του

σκληροί  μηροί  διαγράφονται  κάτω

απ' το καλσόν

του μεσαιωνικού κοστουμιού

όχι δεν είναι ο Οθέλος

ούτε ο Έμπορος της Βενετίας.

 

Δίπλα του χορεύει η πρωταγωνίστρια

ως νέα Οφηλία πανέμορφη

χλωμή μες στο σκοτάδι

οι λέιζερ βομβαρδίζουν τη σκηνή

το συνθεσάιζερ καλπάζει

με τον τρελό του ήχο.

Πλάνα από νεκροταφείο στην οθόνη

δισεκατομμύρια πυγολαμπίδες

φορτίζουν τοπία φρίκης

ο πρωταγωνιστής πετά  ίδια σκιά μες στη νύχτα

ο φακός περιστρέφεται

οι πυγολαμπίδες πληθαίνουν

κι ο γαλαξίας των ψυχών

ταξιδεύει γαλαξίας του σύμπαντος.

 

Ο σκηνοθέτης προστάζει  να γεμίσει η σκηνή

με ομίχλη

το τοπίο μεταμορφώνεται σε βιβλική

συννεφώδη κατασκευή

η πρωταγωνίστρια με στήθη γυμνά τρέχει

κυνηγημένη από το κοπάδι των πυγολαμπίδων

ο πρωταγωνιστής ορμά

σκίζει τα ρούχα του και τρέχει πίσω της

ο σκηνοθέτης παγώνει

δεν το προβλέπει το σενάριο

ο οπερατέρ κοιτά το σκηνοθέτη

συνέχισε να τραβάς, ουρλιάζει αυτός.

 

Ο πρωταγωνιστής τρέχει

ο σκηνοθέτης έξαλλος φωνάζει

γεμίστε τη σκηνή με  καπνούς

ναυαγισμένα τα μάτια του στα δάκρυα

η πρωταγωνίστρια αλαφιασμένη δεν μπορεί

να καταλάβει

ο πρωταγωνιστής  στροβιλίζεται στην

ομιχλώδη κατάρα

μόνος με όλους

μόνος με τον εαυτό του.

 

Όλοι μαζί, ουρλιάζει ο σκηνοθέτης

οι λέιζερ μαστιγώνουν

το συνθεσάιζερ καλπάζει

η ομίχλη τυφλώνει

ο πρωταγωνιστής πλησιάζει τη γυναίκα

πλάνο κοντινό, ουρλιάζει ο σκηνοθέτης.

 

Η γυναίκα γονατίζει τρέμοντας

η μουσική παρακολουθεί την ένταση

ο πρωταγωνιστής αγκαλιάζει τη γυναίκα

κουρέλια ντυμένοι και οι δυο

η γυναίκα τρέμει

ο άνδρας κλαίει

η γυναίκα   υποτάσσεται και ξαπλώνει.

 

Συνέχισε να τραβάς, ουρλιάζει ο σκηνοθέτης

ο άνδρας αγκαλιάζει τη γυναίκα

με ανείπωτη τρυφερότητα

και τραβά απ' τη ζώνη ένα μαχαίρι.

 

Συνέχισε να τραβάς, ψελλίζει ο σκηνοθέτης

ο άνδρας σηκώνει, το μαχαίρι

η γυναίκα περιμένει σε στάση ερωτική

ο μαύρος άγγελος φτερουγίζει πάνω απ' τη σκηνή

συνέχισε, ψελλίζει ο σκηνοθέτης

η ένωση είναι κοντά

μα ο άνδρας στρέφει το μαχαίρι

και το καρφώνει στο στήθος του.

 

Χαμηλώνουν οι προβολείς

ανάβουν τα φώτα

η μουσική σταματά

η χορωδία σωπαίνει

ο άνδρας πεσμένος πάνω  στα γυμνά στήθη

της γυναίκας

κλαίει σπαραχτικά

έχοντας πεταμένο πλάι του

το ψεύτικο μαχαίρι του κινηματογράφου.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]


 

 

 

 

 

ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

 

Πώς να γλυκάνουν οι νύχτες

χωρίς την ανάγκη σου;

 

Ήταν όμορφη η χρονιά

με τα κρύα τριαντάφυλλα

όταν νύχτωνε γέμιζες με χαρά

τη ματιά μου.

Ήρθε όμως η ώρα του πένθους

και κινήθηκες

χαλασμένο τρένο στις ράγες του χρόνου.

Οι ρυτίδες, οι γκρίζες ανταύγειες

στα μαλλιά σου

έκρυψαν τις δυνάμεις που άλλοτε

χυμούσαν

λυσσασμένα μοτέρ στις λεωφόρους της νύχτας.

 

Πάνω στα μάρμαρα κύλησαν

τα δάκρυα της απουσίας σου.

Γυρεύοντας έναν πιο δίκαιο κόσμο

έφυγες απ' τον άνθρωπο

και πήγες στους ανθρώπους.

 

Τώρα οι νύχτες έγιναν λευκές

και οριζόντιες.

Φευγαλέες μορφές ταράζουν τη μνήμη μου.

Δύνες αλκοόλ φουρτουνιάζουν το αίμα μου

και μια μακρινή καμπάνα

γεμίζει νοσταλγία

το άθλιο παρόν μου.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

 

 

ΑΠΩΛΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ

 

Περπάτησα στα ερείπια

του βενετσιάνικου κάστρου

αναπολώντας τη σταθερότητα

των βημάτων μου.

Κάθε βήμα που μεγάλωνε

την απόσταση

από το νοσοκομείο και τους νεκρούς

ήταν σωτήριο.

Πώς έγινε και οι νεκροί

ήτανε περισσότεροι απ' τους ζωντανούς;

Πλήθος λευκές στολές

και άδεια μάτια με κυνηγούσαν

μέχρι το τέλος της πόλης.

 

Οι ρήτορες έμειναν εκεί

μαζί με την κενότητα

των λόγων τους.

Συμπαιγνία απόλυτη.

Ένας ένας περάσαμε

από το καθαρτήριο

της βρωμιάς

και ένας ένας άβουλοι

πλησιάσαμε το ικρίωμα.

Λόγια κενά και πράξεις θανάτου

περιπλανιόνταν στον τέλειο σχεδιασμό

των φωτισμένων φονιάδων.

 

Ο γόρδιος δεσμός

μιας νέας Βαβέλ

πρόβαλε μέσα

από την αποστειρωμένη λευκότητα.

Ρίξαμε λοιπόν τις ευθύνες

ο ένας στον άλλο

και στρέψαμε αδιάφοροι τις πλάτες

έτοιμοι ν' αρπαχτούμε

από τις νυχτωμένες αλήθειες μας.

Το σίγουρο ήταν πως ο ουρανός

είχε ένα σπάνιο χρώμα

και ο τρελός φίλος μας

έλεγε πως είναι ο θάνατος

που πλησιάζει.

 

Πόσο λίγη μου φάνηκε

η τρυφερότητα της μητέρας μου

όταν την ανέσυρα από το παρελθόν

για να στηρίξει

τη νέα μου απόγνωση.

Ζήτησα τότε την ελπίδα

στα μάτια των παιδιών

αλλά κι αυτά φλογισμένα

ξερνούσαν το μίσος.

Ήρθε το τέλος είπα.

Ας τελειώνουμε λοιπόν γρήγορα

μ' αυτόν τον εφιάλτη.

 

Οι εικόνες όμως έτρεξαν

γρήγορα γύρω μου

και η μεταφορά μου

σ' αυτό το ερειπωμένο παρελθόν

έγινε με έλλειψη μνήμης.

Τώρα γυρνάω το ένα χορταριασμένο

κάστρο μετά το άλλο

αναπολώντας μόνο

τη σταθερότητα των βημάτων μου.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]


 

 

 

 

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

 

Το ραδιόφωνο να παίζει λαϊκά

και 'μεις να μιλάμε για πένθιμες σερενάτες.

 

Κάτω τα βράχια

με τα υπολείμματα των χαμένων ερώτων

και το θέατρο του δήμου σκοτεινό.

 

Το δικό μας θέατρο να φωτίζεται

από κίτρινα λαμπιόνια

και τα γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται

με τα ποτά.

 

Μη μου  μιλάς για τα χρώματα

μη μου μιλάς για τον κόσμο.

Ας κοιτάξουμε να βγάλουμε

και τούτη τη νύχτα χωρίς να τη μολύνουν

τα όνειρα τον χθες.

Εγκυμονούνται

απρόοπτες και γερασμένες μέρες

κι εμένα με βασανίζει ένα ποίημα

που δεν είναι ποίημα

αλλά το τρύπιο παντελόνι του πατέρα

καθώς γυρνούσε στο μισοσκόταδο

εκείνες τις πικραμένες νύχτες του '60.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 

 

 


 

Η ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΝΥΧΤΑ

 

Από την άμμο γεννήθηκες όμως

το φύκι δε σ' έδεσε.

 

Απέραντη η νύχτα

με πικραμένους χιονάνθρωπους

και θλιμένες παρθένες.

 

Εκείνη η νύχτα ήταν δικιά μας

κι ο ουρανός άλλαζε αποχρώσεις

όλο το βράδυ.

Όμως δεν περιμέναμε πως η εμφάνιση

του φεγγαριού

- που οι δυο μας ποθήσαμε

θα χλώμιαζε τόσο τ' αστέρια.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


...

 

ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ 1987

[ ΜΕΡΕΣ ]

[ ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ]

[ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ]

[ Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ]

[ ΜΗ ΦΥΓΗΣ ]

[ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ]

[ ΙΣΤΟΡΙΑ ]

[ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ]

[ Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ ]

 

 

 

 


 

 

 

ΜΕΡΕΣ

 

Δεν το περίμενα το ξέσπασμα

εκείνης της άνοιξης τόσο σκληρό.

Τα ορθάνοιχτα μάτια των ψαριών παρακολουθούσαν

την ειρωνική κίνηση των κυμάτων.

Δεν είχε ζεστάνει ακόμη.

Ο Δανιήλ κοιτούσε ψηλά

και σκεφτόταν λίγο.

Οι λέοντες εβρυχώντο.

Ατίθασες μέλισσες χτυπούσαν

τα ζώα στο λιβάδι

ήταν τότε που γεννήθηκε το φως.

 

Σε πέτρινες ανηφοριές σκότωναν

τις νύχτες τους άνδρες.

Άδειες οι κλίνες των γυναικών

δίχως πρόσωπο.

Είχεν αρχίσει να οδύρεται η φύση.

Οι άνθρωποι γεννοβολούσαν

η φύση λιμοκτονούσε

κι εγώ ένα πουλί δίχως όνειρα

κελαηδούσα τα δάκρυα.

 

Κάτω στη λιθόστρατα του ποταμίου

εξάπλωσα το κορμί μου και

αλυχτούσαν οι σκύλοι

γεμίζοντας τρόμο τα άδεια κεφάλια

 

Όνειρα διαβατάρικα χωρίς

ελπίδα μετεωρίζοντο.

Αχλαδιές, συκιές, αμπέλια και ελιές

συσσωρεύανε κάματο.

 

Κι έτσι επλανάτο το φάντασμα

της πίκρας πάνω απ' τον κόσμο.

Και ο λαός ρήμαζε

μέσα στην ήττα της φτώχειας.

Λίγα μυαλά φωτισμένα αγνάντευαν πέρα

πέρα στον κόλπο με τις ατέλειωτες παραλίες

μήπως έρθει το μαντάτο

που θα λύτρωνε τη μοναξιά

των ανθρώπων.

 

Κι ήταν παιδιά που ο αγώνας τους

γινόταν ενάντια

στην ειρωνεία του πλήθους.

Ρημαγμένα, ξιπόλητα, γυμνά.

Δυο βήματα απ' τη θάλασσα

ξενυχτούσαν

όνειρα μαράζωναν ακόνες

και όμως γλεντούσαν.

Δίπλα στα πλόκα, στις βάρκες, στο γήπεδο

με τ' άγριο αλμυρόχορτο.

 

Κι ήρθε το ξέσπασμα του κορμιού

μέσα στους θάμνους.

Και η ενοχή τα εβάραινε

γιατί η καρδιά δεν είχε ακόμα

δώσει τη λύση.

 

Αναστασία της Ανάστασης

του Ανάσταση

απ' το χωριό των ψαράδων.

Απόγονος των ανθρώπων, της ομορφιάς

και της θείας κουρούνας.

Εξαπέλυσε τα βέλη της Ελένης

προς τον ηλιοκαμένον Μενέλαον.

 

Άσε το τσιγάρο να καίει μου είπες

η τέχνη δε σκοτώνει, αλλά μετρά

τη ζωή των τυφλών βήμα βήμα.

 

Ήταν νύχτες που στεκόμουν τα καλοκαίρια

κοντά στα φωτισμένα παράθυρα

πίσω από θάμνους τρέμοντας.

Τα αντικριστά οράματα

ήθελαν φωτοστέφανους

στο κεφάλι της κόρης.

 

Ήταν νύχτες που κουτρουβαλούσα

στις πέτρες

για να γλιτώσω απ' την οργή

των φαντασμάτων του νου μου.

 

Ήταν ημέρα όταν αντίκρισα τη θάλασσα

μέσα στο δάσος του βουνού

τη θάλασσα των ματιών σου.

 

Ο Δανιήλ με προκάλεσε

αλλά δεν ενέδωσα.

Ο Δανιήλ με πρόδωσε

αλλά δε νικήθηκα.

Ο Δανιήλ με σκότωσε

αλλά αναστήθηκα.

Θα μπορούσα να ξεχάσω

τις προδοσίες

αν δε βρισκόμουν στα χέρια σου.

 

Αλλά ο καιρός είναι λίγος

τα καλοκαίρια πλανεύουν

κι εμείς τόσο μικροί.

Όσο να χαμογελάσεις

άσπρισαν τα μαλλιά σου

όσο ν' ασπρίσουν τα μαλλιά σου

συνήθισες να 'σαι μόνος.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ

 

Περιπλανιόμουν στις δίνες του κορμιού σου

Αντιγόνη.

Περιπλανιόμουν σε δροσερές οάσεις

σε ηλιοκαμένους ορίζοντες.

Περιπλανιόμουν στην αγκαλιά σου

μέσα σε άσπρες τριήρεις

τραβώντας ανατολικά...

Πάντα ανατολικά

τραβώντας για τα μέρη του φοίνικα.

Περιπλανιόμουν μαζί σου

χωρίς να σ' αγγίξω

ούτε και συ με άγγιξες.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ...

Την άλλη μέρα βουλιάζοντας

ακόμα πιο πολύ στους ρύπους της αγνότητας

είδα ότι αγνοούσα τα πάντα.

Δε μου 'φταναν πια τα κατάλευκα κοχύλια

ούτε οι βίαιες χίμαιρες των βυθών

για να λυτρώσω τη νύχτα μου.

Ας ήμουν βρώμικος

να μη λυγίζω

μπρος στο άστρο της τρελής σου ωραιότητας.

Έφυγα και από εκεί.

Περίσσια γκρεμισμένος στα δίπατα πέτρινα σπίτια.

Ένα χωριό ξεμάκραινε

ξεχασμένο κι ετοιμόρροπο στο χρόνο...

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Η προσμονή δε λύγισε

τον παραλογισμό της άνοιξης.

 

Όμορφα χρόνια.

Τα πόδια της τορνευτά

και το στόμα λεπτό

αγριοκάτσικο του Μαινάλου.

 

Κι άνοιξε τη θύρα της ζωής η ωραία

και δέχτηκε ριπές από σπέρμα.

Τότε φύσηξε άγριος άνεμος

και φώλιασε η χρυσαλίδα του θανάτου

στα σωθικά της

πληρώνοντας της ηδονής αντίτιμο.

 

Κυοφορούσε το φίδι

μήνες εννέα

και ωριμάζοντας βγήκε

 

ω! τι λαμπρότης μεγάλη

ο καρπός του θανάτου είχε κίτρινο μάτι.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ

 

Μη φύγεις.

Αστραπή ο γαλαξίας ραγίζει το γυαλί.

Μη φύγεις.

Ένα ποτήρι οινόπνευμα μαζί με τις νότες

του Μότσαρτ είναι η πληγή των ματιών μου.

Μη φύγεις.

Δεν είναι αποκόμματα ούτε αποτσίγαρα η οδύνη.

Μη φύγεις.

Ο λυρισμός μου θα γίνει αγκάθινο στεφάνι

το ηλιοβασίλεμα.

 

Μη φύγεις... Κατεβαίνω!

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

 

Για που να κινήσω και πάλι

με το καΐκι του ονείρου.

Σε τι πέλαγα πλάνης θα χαθούν οι σκέψεις μου.

Σε άγνωστες αποβάθρες θα ρίξω την ιστορία μου

και θα ξανάρθω χαμένος

μες σε καινούργιους Θεούς.

Πάλι μικρός

μα περίσσια φθαρμένος στις κουπαστές.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Συρματοπλέγματα τυλίγουν το σώμα μου

γραμμές απαγορευμένες.

 

Η άμμος πέφτει

γεμίζοντας το χάσμα του κόσμου.

Κολόνες και θάνατος.

Αψίδες και θάνατος.

 

Πάνω στα μάρμαρα της μνήμης

φύτρωσε ένας υάκινθος.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ

Γιατί οι νύχτες δεν ήταν μόνο

τα διαλείμματα του μόχθου.

Ήταν και μερικές δοκιμές

να συνηθίσουμε την ιδέα του θανάτου.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

 

Ήρθα στη νύχτα

και έμαθα ν' αγαπώ την ημέρα.

Τι ορίζοντας!

Ανοιχτόχρωμο περβάζι

και χύθηκε μια λάμψη στα μάτια σου.

Είχες πεθάνει αιώνες πριν σε γνωρίσω.

Δεν έπρεπε λοιπόν να πονώ Μήδεια

μια σωματική ανωμαλία

μου αφαιρούσε το δικαίωμα να πονώ.

Δε χάθηκα ξεκινώντας

στο απότομο μονοπάτι του λυγμού.

 

Τότες τ' όραμα της λοξομάτας κρεολής

ρύθμισε την οδύνη των κυττάρων.

Ο μεγαλοπρεπής πετεινός ξεχύθηκε στην αυλή

καταδυναστεύοντας έναν υποταγμένο λαό.

 

Ξύπνησαν οι ερινύες σαν άνθρωποι, ξεχασμένοι

από καιρό, που ζήσανε ξαφνικά στη σκέψη μας

με τη ματαιότητα ενός δώρου.

Η πυγολαμπίδα ματαίωσε

τη βραδινή της παράσταση

γιατί σιχάθηκε την ηρεμία του νεκροταφείου

και ζήτησε ζωή

ζωή, ζωή, Μήδεια

μη μου κόψετε το νήμα

απ' την ανάμνηση των πρώτων ημερών

που θαύμαζα τον ήλιο

μέσα σε στιγμές αποθέωσης

της επίγειας τρυφερότητας.

Μα τι στο διάβολο

πώς θα βαδίσω χωρίς όνειρο στην καταιγίδα;

Στο διάβολο

δεν ξαναγράφω ποιήματα.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]


 

....

.

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ 1981

[ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ]

[ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ]

[ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ]

[ ΣΤΑΓΟΝΑ ]

[ ΜΟΝΟΙ ]

[ ΑΡΧΕΣ ]

 

 

 

 

 


 

 

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

 

Δαντελωτός ο καθρέφτης που μέσα του πέρασες

την οδύνη σου.

Αιχμηρά στιλέτα στήθηκαν εμπόδιο

στο σκοτωμό της μοναξιάς σου

εκείνο το βράδυ που σου γύρισαν

όλοι τις πλάτες

παλιοί γνωστοί, σύντροφοι, φίλοι αγαπημένοι

εκείνο το βράδυ που τα 'λεγες μόνος

με τον εαυτό σου

το βράδυ που πήρες φόρα ν' ανταμώσεις

τον εαυτό σου μέσα στον καθρέφτη.

Κι έφτασε η πράξη μιας στιγμής

να δεις πόσο γυάλινος είναι ο κόσμος.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

 

Νυσταγμένη πίκρα βάλε το χέρι σου.

Μικρός ήμουν πάντα

μα αντιδραστικός στη μοίρα μου.

Γι' αυτό αν σήμερα χτυπήσω την καμπάνα

απ' τη λαχτάρα μου ν' ακούσω ήχο νίκης

μη βγείτε στους δρόμους να πανηγυρίσετε.

 

Απλώς θα ζω μιας στιγμής ψευδαίσθηση.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Έλαμψε στα μάτια της πίκρας το χρώμα.

Το χέρι αρπάχτηκε απ' το άλλο χέρι.

Μνήμες που ξεθώριασαν ξανάρθαν

για μια στιγμή.

 

Δύσκολη είναι η ζωή

μα πιο δύσκολος ο θάνατος.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

 

ΣΤΑΓΟΝΑ

Τι θλιβερό κι αυτό το πρωινό

καθώς παρατηρούσα το ποτήρι

με τα ζωγραφισμένα φιλιά

στο κρύσταλλο του.

Και συ γλιστρούσες

δροσοσταλίδα της αλλόκοτης επαναφοράς.

Δε με κοίταζες περιφρονητικά

ούτε λυπημένα.

Γλιστρούσες στις λείες επιφάνειες

της μηδαμινότητας

προς το τετράγωνο τραπέζι.

Ένα λαμπύρισμα της στιγμιαίας σημασίας σου

και χάθηκες.

 

Δε μ' είχες προσέξει.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

ΜΟΝΟΙ

Πεταμένη μηχανή στην άκρη του δρόμου.

Μετουσίωση της απόγνωσης, μιας παρελθούσης

ακμής.

Χωριάτικος δρόμος τη φιλοξενεί.

Δεν την προσέχουν πια οι άνθρωποι

είναι αδιάφοροι μες στην πίκρα τους.

 

Είναι πολλοί για νάναι μόνοι

μα είναι μόνοι κι ας ζούνε μαζί.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

ΑΡΧΕΣ

 

Τι κι αν φεύγεις

τι κι, αν ξανάρχεσαι

εγώ δε γυρίζω ξανά.

Αλίμονο ! δε γυρίζω

μοιάζω με ποτάμι.

 

Τραβώ μπροστά.

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]