..

 

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ  

ΕΠΙΛΟΓΗ  ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

 

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 1991 |   ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ 1987  | ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ 1981 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

  ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ  | ΕΠΙΣΤΟΦΗ ΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑΕπικοινωνία Μαζί μας facebook


 

.

 

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2007

 

   

 

 [ Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ]  

 [ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ]   

[ Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ  

 [ ΦΟΒΟΣ ]  

[ ΦΥΣΑ ΑΕΡΑΚΙ ]

 

 

 Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

Το  πέτρινο  δάσος  φανέρωσε
τον  πέτρινο  χρόνο
Μες  στην  κοιλάδα  με  τους  υάκινθους
κρύβονταν  οι  αιώνες
Αέναα  ταξίδευαν  κι  ο  χρόνος  πέτρα
Κάτω  από  επάλληλα  επίπεδα
ανάβλυζε  η  άλλοτε  μνήμη
μνήμη  των  ισχυρών

Εκείνο  το  παιδί  που  έσκυψε
Και  σήκωσε  το  κεφάλι  του  δεινόσαυρου
Όχι  πως  ήσουν  εσύ
σκιά  ήταν 
ένα  κουρελόχαρτο  στον  αέρα             
που  άρχισε  να  ταξιδεύει
από  μιαν  άλλη  αρχή
την  δική  του  αρχή  του  χρόνου      
           

 

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]


 

 

 

 

 

ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ

 

Κατρακύλησα
αποσπασμένος βράχος
στη χαράδρα των δακρύων
και ο κατήφορος
δεν έχει τελειωμό
Μόνο τα μάτια σου
κρατούσαν ζωντανή
τη φυγή μου
μόνο η θλίψη σου
φούσκωνε
τα μαύρα πανιά
του θυμού μου
Ξέρω πως πριν γεννηθείς
ετοίμαζες την απόλυτη
νίκη σου
Όλες οι εικόνες
που μας χάρισες
δήλωναν
το φωτεινό πέρασμά σου

 

Θα είμαι εκεί
στο λόφο των ελαιών
όταν πεις
τα μεγάλα σου λόγια.
Θα είμαι πάντα εκεί
Προσμένοντας
την αιώνια επιστροφή
Λύκος μοναχικός
στις στέπες του Έρμαν
θα ακούω
τις τρελές προφητείες
που εγώ μόνο νοιώθω…

«Αν γίνει μάνα και πεθάνω
πριν από σένα
βάλε μες το βιβλίο μου
φύλλα της μουριάς μας…»

Θα είμαι εκεί
πάνω στις στέγες
στους μπαξέδες του Αρθούρου
με τις ανθισμένες καμπανούλες
μετά τον κατακλυσμό
Θα είμαι εκεί
στο απύθμενο γαλάζιο
του Οδυσσέα
στους ζωντανούς αστερίες
του Ανδρέα
Θα είμαι εκεί
καρτερώντας μήνυμα
από τον μαύρο άγγελο
του τρυφερού Βόλφ

 

Μα μόνο άμαξες
με υπολείμματα πολέμων
και λοιμών περνούν
Άμαξες ταπεινές
κουβαλώντας
διάσημα κουφάρια.
Αγιασμένα πρόσωπα
στους αιώνες
που έσβησαν
σε μια άδικη στιγμή
όταν έπλεε
η σχεδία του τίποτα
και τα ουρλιαχτά του Άλαν
πέρναγαν τον Ατλαντικό
Κάρλ Σόλομον
και ναός του Σολομώντος

Θύτες και θύματα
από αιώνα σε αιώνα
χάσαμε το δίκιο
την αλήθεια
της ιστορίας

 

 

Όμως είμαστε εκεί
πάντα οι ίδιοι
σημαδεμένοι
από τη στάμπα της κόμπρας
με το φαρμακερό ιδεόγραμμα
να δηλητηριάζει
τις ηλιόλουστες μέρες μας
Είμαστε πάντα εκεί
Με το αδιαπέραστο φως
του κάμπου
και τα άδεια νησιώτικα φύλλα
της οξιάς

 

 

Σήμανε προσκλητήριο
Είμαστε όλοι εκεί.

Και φάνηκαν απ’ το παρελθόν
άδειες σκιές
γεμάτες ελπίδες κάποτε
και φλογισμένα οράματα
μεσ την απελπισία του χρόνου
και της ζωής μας το κενό

Και πλησίαζαν
με τελετουργικό
βάδισμα θανάτου
όταν μια μυρωδιά θείου
μας συνεπήρε.
Όλοι κρατούσαν φανούς
δάδες και σύμβολα
Και ’μεις τρομαγμένοι
πιάσαμε το τραγούδι
για να ξορκίσουμε το κακό
δάκρυα και λόγια

Τότε το μυστικό
κραύγασε μέσα μας
Κανείς δεν ξεφεύγει
Είμαστε όλοι εκεί
Γιατί «αλλού» δεν υπάρχει

 

 

 

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 


 

 

 

 

Ο ΕΒΔΟΜΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

 

 

Δεν  πρόφθασα  να  σου  μιλήσω

για   κείνες  τις  μέρες
Γεννήθηκα  θλιμμένος
ας φαινόμουν  σε όλους
χαρούμενος
Τι  να  σημαίνουν  άραγε
Για  σένα  όλα  αυτά
Πέτρες  και  βράχια
σμιλευμένα  στη  μνήμη
και  ιστορίες  παλιές
για  ναυτικούς  και  απόκληρους

Δεν  πρέπει 
να  σου  μεταδώσω
τη  θλίψη  μου
εσύ  να  φεύγεις
με  την άνοιξη
και  να  ανοίγεις  φτερά
Σε  νέους  καιρούς
τους  καιρούς  τους  δικούς  σου
φτιαγμένους  με  τα  ίδια 
αιώνια  υλικά
πλασμένους  όμως
απ’ τα  δικά  σου  χέρια
Χέρια  αγγέλων  με  συμφωνίες  χερουβείμ
και  να ηχούν  τα  σήμαντρα  της  νίκης
της  νίκης  σου

Πάνω  στην  άχαρη  γη
που  από  μας  κληρονόμησες
τραβώντας  για  μια  οδύσσεια  νέα
σχεδιασμένη στα  μέτρα  σου

Γεννήθηκα  θλιμμένος
και  έζησα 
στα  μέτρα  της  θλίψης  μου

Όμως  στον  ύπνο  μου  πετούσα
σε  μέρη  που  αγάπησα
και  που  δεν  υπάρχουν
Σ’ αυτά  τα  πετάγματα
ήμασταν  πάντα  μαζί
Ήταν  τότε  που  ρουφούσες  τα  λόγια  μου
και  άνοιγες  τα  φτερά  σου
για ν’ αγκαλιάσεις  μαζί μου
το  άπιαστο  όνειρο

Ύστερα  έφευγες
Πάντα  έφευγες
Μ’ ένα  δισάκι  στον  ώμο 
και  λίγο  νερό
κουνώντας  το  μαντίλι
κουκίδα  στο  άπειρο
χωρίς  να χεις  πάρει
απόφαση  λησμονιάς

 

Μικρός  κρύωνα
κρύωνα πολύ
Ακόμα  και  τις  ηλιόλουστες  μέρες
του  καλοκαιριού
όταν  ο  λίβας  της  Λιβύης
έκαιγε  τα  σπαρτά
και  σπαρταρούσα 
στις  λερές  παραλίες  του  νότου
χωρίς  ελπίδα
Τις  νύχτες  κρύωνα  λιγότερο
Βούιζε  το  ποτάμι
βογκούσε  το  κύμα
και  είχα  συντροφιά

Μνήμες  κομμάτια  κρύσταλλα
Φωτισμένα  μ’ αστέρια
Μιας  ηλικίας  αβάσταχτης
Χτυπημένης  στην  πέτρα

 

Τι  να  σου  πω
κι αν  ακούς
πια  δεν  με  βλέπεις
Θέλει  μάτια  καρφιά
ν’ αντικρίσεις  τη  νύχτα
τυλιγμένος  στη  γάζα
Σου ’δωσα  τη  σκυτάλη
γενεών  Πτολεμαίων
με  τα  άγια  μου  σύμβολα
Δεν  ακούς  τους  τριγμούς
των  επτά  μου  σφραγίδων;
δεν  ακούς  καλπασμούς
της  φοράδας  της  Ζάκυνθος;
Λεπίδα  η  πένα
λεπίδα  η  μάχαιρα
Διονύσιος  και  Θεόδωρος
λάβα  και  μαύρο  αίμα

 

Μη  ζηλεύεις  τη  φύτρα  μου
Πάρε  το  ίχνος  της  Αριάδνης
Να  μη  χάσεις  το  δρόμο

 

Έφτασα  ως  εδώ 
κουβαλώντας  το  σταυρό
που  τον  τρώει  το  σαράκι
μαζί  με  τα  πινέλα  του Θεόφιλου
και  το  γιαταγάνι  του  Μακρυγιάννη

 

Έλα , πίσω  μου  τρέξε
Μικρός  κρύωνα  πολύ
Εσύ  δεν  θα  κρυώσεις
Θα  σε  ζεσταίνει  η  σκιά μου
Δροσοπηγή  τα  όνειρά σου
Τρέξε  σιγά, πολύ  σιγά
αργά, πολύ  αργά
για  να  προφθάσεις

 

Σεβόμουν  τους  αγγέλους
Ήρθαν  πολλοί
Το  εξαϋλωμένο  σώμα  τους
πέρασε  από  μέσα  μου
αφήνοντας  πίσω
μια  τέφρα  θανάτου
Αγάπησα  πολύ  τους  αγγέλους
Κύκνοι  χωρίς  πρόσωπο
τυλιγμένοι  στα  σάβανα
ακολουθούσαν  τις  νύχτες  μου
Δεν  ξεγελάστηκα
Κάποιος  χτυπούσε  την  καμπάνα
μέσα  στην  κίτρινη  σιωπή
Πάντα  υπήρχαν  άγγελοι  κοντά  μου
και  μου  χρωμάτιζαν  έντονα
την κόλαση  που  μου ’χες  χαρίσει 

 

Καλώς  όρισες 
στον  πραγματικό  κόσμο
εαυτέ  μου
τυλιγμένος  με  πολύχρωμες
ηλεκτρονικές  νότες
πετώντας  σαν  έκπτωτος
πρίγκιπας  του  σκότους
πάνω  απ’ τις  πύλες  του  Άδη
στο  Ταίναρο
Βουνά  της  Μάνης
πετρώστε  την  καρδιά  μου
να  μην  πονά
Πέτρα  και  σκόνη  κουρνιαχτός
φωλιάζει  ο  θάνατος
στις  έρημες  σπηλιές
και  νυχτερίδες  ξεπετάγονται
στριγκλίζοντας  απαίσια
Εκεί  ψηλά
βρέθηκε  από  βοσκούς
η  εικόνα  του  έντιμου  αγίου
μαγαρισμένη στα  μάτια και  στο  μέτωπο
από  τα  τρωκτικά
Καλώς  όρισες  εαυτέ  μου
στον  πραγματικό  κόσμο
Μέσα  στον  ίλιγγο  μηχανών
και  πυροβόλων  όπλων
Εκεί που  η θλίψη  κάνει  πόλεμο
και  ο  ερημίτης  μεθάει
Πάνω  στο  λόφο  ακούγοντας
την  αντάρα  της  μάχης

Απώθησα  με  φρίκη
το  σπασμένο  επίγραμμα 
και  η  πονεμένη  κραυγή  μου
βγήκε  λυγμός

 

Τώρα  σωπαίνω
Δεν  ήμουν  πάντα  σιωπηλός
Μικρός  τραγουδούσα
τραγουδούσα  πολύ
και  μου ’κλεψαν τον  ήχο
Σιγά  σιγά  κλεινόμουν
Μιλώντας  με  τον  εαυτό  μου
Συνήθισα  τη  σιωπή

 

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]


 

 

 

 

ΦΟΒΟΣ

 

Αργά  βαδίζει  ο  χάροντας
Κι’ όλο  μας  προσπερνάει
Λαγοί  τριφύλλια  καμπανούλες
Ρεμπώ  Σαχτούρηδες  μεθυσμένα  καράβια
Φόβος  και  τέλος
Φόβος  κι  αρχή
Εγώ  ειμί  το  τέλος  κι  η  αρχή
Εγώ  η  ελπίδα  εγώ  η  κραυγή
Εγώ  η  τέχνη  εγώ  το  ποίημα
Εγώ  η  απελπισία  η  φυγή
Αργά  βαδίζει  ο  χάροντας
Κι’ όλο  μας  προσπερνάει

 

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]

 

 

 


 

 

ΦΥΣΑ ΑΕΡΑΚΙ

 

Άγρια  η  αγωνία  σου
μια  νύχτα  δίχως  δάκρυ

Κύμα  το  κύμα  μέτραγα
της  φλέβας  σου  τους  χτύπους

Λόγια  σαν  μαύρα  κύματα
που  λύσσαγαν  στα  βράχια

Άκουγα  και  δεν  μίλαγα
το  παραμιλητό  σου

Φύσα  αεράκι  φύσα  μας
και  πάρε  μας  για  πάντα

 

Ρουφώντας  αχόρταγα 
το  άρωμά  σου
Άγγιξα  την  αιωνιότητα

 

Κόρη  και  κούρος  διαβρωμένοι
σαν  από  αρχαίο  ναυάγιο

Σώζοντας  τα  προσχήματα  του  ήλιου
στο  εφήμερο  φως  εξαϋλώθηκαν

 

Βουλιάζοντας  στο  φως  των  ματιών  σου
Αντίκρισα  τη  νύχτα  της  ψυχής  σου

 

Κανένα  ψέμα 
δεν  αντέχει  το  φως
Καμιά  αλήθεια  το  σκοτάδι

 

Τα  έρημα  τα  έρημα
Θα  τα  φυλάξει  ο  φόβος

 

Αστρίτες  τα  μάτια  σου
Αντρίκο  αϊτέ  μου
ελπίδα  της  ελπίδας  μου
αετοφόρε  γιε  μου

 

Από  μακριά  και η  κόλαση
μπορεί  να  φανεί  παράδεισος

 

Τρίτη  και  δεκατρείς
δεκατέσσερις  δεκαπέντε...
Τίποτα  δεν  συμβαίνει
Ούτε  μια  κόλαση
ούτε  ένα  καθαρτήριο
Όσο  για  τον  παράδεισο...

 

[ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ]