Τρ. Μαρ 19th, 2024

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ: ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ByKostas

1 Δεκεμβρίου, 2020

ΣΑΝ ΤΑ ΕΡΗΜΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ

Έπρεπε να περάσουν τόσα και τόσα χρόνια
τόσοι μαύροι χειμώνες, τόση αφόρητη μοναξιά
για να φτάσει κάποτε σε κείνη τη γενναία πραότητα
που έχουν τα δέντρα.
Όχι όλα τα δέντρα.
Εκείνα που μέσα στην ερημιά μεγαλώνουν αφρόντιστα μόνα τους.
Και γεμίζουν φύλλα και κλώνους και δίνουν καρπούς που, αλίμονο
δεν έρχεται να τους μαζέψει κανένας.
Ώσπου αρκούνται να περιμένουν κάποιον οδοιπόρο τουλάχιστον
να του προσφέρουν τον ίσκιο τους.

Έτσι και κείνος.
Τόσο πολύ τον είχε πλουτίσει η βασανισμένη ζωή του
που τον έκανε ποιητή.
Και περίμενε χρόνια κάποιον να του μιλήσει η ποίησή του.
Να του χαρίσει έστω τον ίσκιο της.

Κι έτσι να ξοφλήσει κάτι απʼ το χρέος του.

Γιατί είχε τόσον πλούτο αθησαύριστον μέσα του
που μια ζωή ονειρευόταν
να του δοθεί κάποτε η χάρη με τη ζεστή του φωνή να ντύσει
όλη τη γυμνή ανθρωπότητα.

Από τη «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ» – 1999

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Υπάρχει ένας θρύλος για έναν αρχαίο θησαυρό
που τον φυλάει μέσα του κάποιο ψάρι.

Ο άνθρωπος έχει ένα όνειρο.
Νομίζοντας πως είναι ο μόνος που κατέχει το μυστικό
πηγαίνει κάτω στην όχθη και περιμένει.
Περιμένει ελπίζοντας να περάσει το ψάρι.

Τα χρόνια περνούν, το ποτάμι κυλάει
περνάει το νερό μπροστά του, πάντα σκοτεινό κι αθησαύριστο.

Ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται ανήσυχος.
Μια σκέψη ωστόσο τον ημερεύει.
Πιστεύει πως όπου να ʼναι θʼ αλλάξει η τύχη του.

Το σώμα του βαραίνει, τα μαλλιά του ασπρίζουν
πυκνή ομίχλη κατεβαίνει στα μάτια του
κι ενώ μια νύχτα αλλιώτικη σκοτεινιάζει τον κόσμο
εκείνος, κουρασμένος, νυστάζει.

Παρʼ όλα αυτά επιμένει.
Περιμένει πάντα να πιάσει το ψάρι.

Δεν ξέρει και ίσως προς το τέλος μόνο μαθαίνει
πως το ποτάμι ήταν το ψάρι που περίμενε.
Μα είναι αργά.

Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει όπως πάντα.
Καταλήγοντας στην ατρύγετη θάλασσα.

Από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΥΡΙΑΝΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ» – 1995

Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» – 2007

ByKostas

Ο Κώστας Χριστοφιλόπουλος γεννήθηκε στη Δάφνη Μεσσηνίας και κατοικεί στη Νέα Πεντέλη. Είναι ποιητής και συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, δημοσιογράφος μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α., παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ. Τακτικός αρθρογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα πολιτικής, πολιτισμού και περιηγήσεων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *