Πε. Απρ 25th, 2024

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου

ByKostas

4 Οκτωβρίου, 2019
Το μαύρο κουμπί
Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και
πράγματι έτσι- θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος
και ακίνητος. Γιατί ‘ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός
μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που
φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως
κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το
ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει
τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του
το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη
εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά «ποιον
ράβω εδώ;»- δυο τρεις φορές. ;Oμως γιατί δεν απαντώ
ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά
κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;»
-χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη
αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-
μα του κουμπιού-το μαύρο αυτό- της λέω «έναν
νεκρό». «Εναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα
μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να
ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο
έλεγε και με παρακαλούσε.

Χωρίς


1.-
Τα παγωμένα κύματα των σεντονιών
κρατούν το σχήμα τους ανέπαφο
στης ανάσας τα ελάχιστα σκιρτήματα.
Σαν εντελώς ν’ αδιαφορούν για το ναυάγιο
σώμα που σκεπάζουνε κοντά. Μόλις πιο κάτω.


2.-
Του υδραργύρου η τρυφερότητα: το πρόσχημα
της κτηνώδους ανυπακοής του στης αφής τα προστάγματα.

Μετά

Σκέψη ακατοίκητη. Βομβίζουν μελίσσια στα περάσματα εκεί όπου εικόνες ατέλειωτες λιώνοντας χάσκουν.
Θροΐζουν στα ρουθούνια φυλλωσιές και αναμαλλιάζεται η στιγμή του χωρισμού, ενώ απ’ το στόμα στάζουνε φιλιά ξεθεωμένα.

Τα πάθη του λευκού

1.-
Με άσπρο δένει το άυλο του λευκού• με ρούχα υγρά το ρο σαλπίζοντας ηχεί αγνότητα ουρανού. Το τεχνητό κυμάτισμα μιας σκέψης συλλαβίζοντας προτού τ’ αγκάθια του ήλιου την ξεσκίσουν.


2.-
Στην άσπιλη λευκότητα υποκλίνεται το ρο• κι ας τη στηρίζει αφού στα σπλάχνα του λευκού κρύβεται το άσπρο: η πέτρα αυτή που ξάφνου σπάει με σύριγμα βουβό βεγγαλικού αναστάσιμου προτού σκορπίσει με ιαχές φευγαλέες φωτός.

3.-
Με λάσπη του άσπρου χτίζουν το λευκό. Ακάματοι του ονείρου εργάτες κατεβαίνοντας στο έρεβος του κενού, νερό ανεβάζουν να στερεώσουνε τα ρο.


4.-
Βατράχια το άσπρο εκόαζαν θεμέλιο του λευκού. Το ρο υμνώντας του ύψους κατά πρόσωπο.

Αρκεί η αγάπη

Κι αν το μελάνι στάζει αργά στον θόλο τ’ ουρανίσκου και απλώνεται ύστερα ανεπαίσθητα στη χλόη της γλώσσας, τις λέξεις κάνοντας ν’ ακούγονται δυσδιάκριτες, τα γράμματα ν’ αλλοιώνεται το σχήμα τους –του ρo η ουρά λειψή, του λάμδα ξεχαρβαλωμένο το αντιστήριγμα– η αγάπη αρκεί. Κι εξάλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση• αγράμματη είναι ας υποδύεται ότι ναι• δεν ξέρει ούτε τον ήχο των γραμμάτων να διακρίνει τόσο αγράμματη. Αγνοεί το πέρασμα του νοήματος πώς γίνεται και αρκείται στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού που τσακισμένος βγαίνει έστω τρικλίζοντας ν’ ακούγεται και αργά η ανάσα του να χάνεται. Γι’ αυτό σου λέω η αγάπη αρκεί.

Τελευταίος λόγος

Τόσο άδειος που έγινα πουλί. Τόση σιωπή που ακούγομαι τραγούδι αλλ’ αν το τραγούδι ζήλευε την ειλικρίνεια μιας μαργαρίτας δεν θα είχε τι να πει στο μάδημά του. Μπορεί επειδή η διαφάνεια υπερισχύει του χιονιού και όταν συμβαίνει αυτό τον τελευταίο λόγο η λάσπη θα έχει.

Η επόμενη μέρα

Μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα της επόμενης μέρας με ακόμα οι ώρες της τόσο νωπές και ασχημάτιστες· δεν διακρίνονται μα όλες μαζί ένα κράμα μουντό και αξεδιάλυτο κάνουν. Εγώ κρατημένος και σαν από προαίσθημα κακό δεν θέλω να μπω –ας βουίζουν στ’ αυτιά μου τα επόμενα· παριστάνω ότι δεν και ότι δήθεν ανέμελα ρίχνω πέτρες στης περασμένης νύχτας το παράθυρο. Ακούω σπασίματα γυαλιών και τότε σκέφτομαι μπορεί κάποιος δικός μου αγαπημένος να χαμογελάει κρυφά.

Το ψάρι που φοβόταν το νερό

Ζούσε κάποτε ένα ψάρι που ο εφιάλτης του ήταν το νερό.
Τις νύχτες έγδερνε τα λέπια του μ’ ένα βαθύ του φόβου του ξυράφι κι
έτσι γδαρμένο και μες στα αίματα, όταν κυμάτιζε ήρεμα σκαρφάλωνε
στο όριο τ’ ουρανού του, εκεί που άσκοπα φλυαρούσε ο
παφλασμός, και κλαίγοντας όλο παρακαλούσε: «Ουρανέ μου
κάνε με πουλί, δώσ’ μου φτερά από τον αφρό σου, καλύτερα ο
αέρας, το στεγνό νερό, παρά ο υγρός βυθός σου».

ByKostas

Ο Κώστας Χριστοφιλόπουλος γεννήθηκε στη Δάφνη Μεσσηνίας και κατοικεί στη Νέα Πεντέλη. Είναι ποιητής και συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, δημοσιογράφος μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α., παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών και ντοκιμαντέρ. Τακτικός αρθρογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα πολιτικής, πολιτισμού και περιηγήσεων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *