Λαύριο-Λαυρεωτική-Ο θησαυρός της γης
Κείμενο: Κώστας Χριστοφιλόπουλος
Φωτογραφία: Βασίλης Λάππας
Ο διερχόμενος ταξιδιώτης από τη σημερινή πόλη του Λαυρίου, είτε πηγαίνοντας προς Σούνιο, είτε προς Μεσόγεια, είτε επειδή θα μεταβεί σε κάποιο προορισμό μέσω λιμανιού, ελάχιστα υποπτεύεται τον πλούτο και την ιστορία που κρύβει αυτός ο τόπος, και την αδιάκοπη εξέλιξή του από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Την σύγχρονη πόλη του Λαυρίου, κτισμένη εξ ολοκλήρου από την αρχή από το 1865, τη χαρακτηρίζουν μεγάλες πλατείες, άλση, ελεύθεροι χώροι και πλήθος σημαντικών νεοκλασικών κτηρίων. Εντυπωσιακό είναι το πλήθος των φοινίκων που κοσμεί τις λεωφόρους, τις πλατείες και προπάντων το φημισμένο άλσος του Κυπριανού γνωστό στους ντόπιους ως Περιβολάκια, τώρα ως Φοινικόδασος.
Αξιοθέατα είναι αρκετά νεοκλασικά κτήρια, όπως τα γραφεία της πρώτης μεταλλευτικής εταιρείας στο λιμάνι που σήμερα στεγάζουν το Δημαρχείο, το κτήριο του παλαιού Δημαρχείου, το κτήριο του συλλόγου των Φιλομούσων, το κτήριο του παλαιού Δημοτικού Σχολείου, το κτήριο της Ευτέρπης που στέγαζε την ομώνυμη Φιλαρμονική, η Ψαραγορά, καθώς και πολλά άλλα ιδιωτικά κτήρια.
Αξιόλογοι είναι και οι ναοί της, καθώς και τα αναστυλωμένα ιστορικά βιομηχανικά κτήρια που σήμερα στεγάζουν κυρίως πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως το Μηχανουργείο και το Χυτήριο της Εταιρείας των Μεταλλουργείων Λαυρίου και φυσικά το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που στεγάζεται στις εγκαταστάσεις της άλλοτε κραταιάς Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου.
Η ζωή και η ιστορία της περιοχής στην αρχαιότητα, ήταν απόλυτα συνυφασμένη με την πορεία της Αθήνας, αφού η ανήκε στη χώρα της μοναδικής πόλης κράτους της Αθήνας.
Βασικό χαρακτηριστικό της περιοχής, είναι η γεωλογική δομή του υπεδάφους της το οποίο είναι εξαιρετικά πλούσιο σε πολλών ειδών μεταλλεύματα και ορυκτά.
Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, η μεταλλευτική εκμετάλλευση της Λαυρεωτικής άρχισε τουλάχιστον το 3000 π.Χ. Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί του προϊστορικού Αιγαίου φαίνεται ότι προμηθεύονταν από εδώ τις αναγκαίες ποσότητες αργύρου, μολύβδου και χαλκού. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα μεταλλεία του Λαυρίου, άρχισαν να αποτελούν αποφασιστικό και αναντικατάστατο ρυθμιστή της εξέλιξης της Αθηναϊκής πολιτείας, από τον 6ο αιώνα π.Χ..
Από τις αρχές ήδη του αιώνα αυτού, η Αθήνα, χρησιμοποιώντας τον άργυρο της Λαυρεωτικής, άρχισε να κόβει το δικό της νόμισμα, τις περίφημες αθηναϊκές γλαύκες, με την κεφαλή της Αθηνάς από τη μια όψη και την γλαύκα από την άλλη, που πολύ σύντομα κυριάρχησαν στις συναλλαγές για μακρό χρονικό διάστημα, σε όλο το χώρο της Μεσογείου.
Με τα έσοδα από τα μεταλλεία της Μαρώνειας, της σημερινής Καμάριζας, ναυπηγήθηκε ο στόλος που νίκησε τους Πέρσες το 480 π.Χ. , ενώ η πραγματοποίηση των οικοδομικών προγραμμάτων του χρυσού αιώνα οφείλεται εν πολλοίς στις προσόδους από τη Λαυρεωτική γη. Σταθμό στη λειτουργία των μεταλλείων αποτελεί το 413 π.Χ. όταν μετά τον πόλεμο στη Δεκέλεια οι δούλοι που εργάζονταν στο Λαύριο εξεγέρθηκαν κατά των Αθηναίων και κατέφυγαν στους αντιπάλους.
Το κυριότερο οικιστικό κέντρο της Λαυρεωτικής κατά την Προϊστορική περίοδο ήταν ο Θορικός, στον δίκορφο λόφο που σήμερα ονομάζεται Βελατούρι. Εδώ βρίσκεται και το ομώνυμο αρχαίο θέατρο, του οποίου το μέγεθος και οι πολλές χιλιάδες χωρητικότητά του, προβληματίζει τους σύγχρονους ερευνητές, οι οποίοι υποθέτουν ότι εκτός από τους λιγοστούς μόνιμους πολίτες Αθηναίους, ιδιοκτήτες των μεταλλείων, τις παραστάσεις παρακολουθούσαν και δούλοι, εργάτες στα ορυχεία.
Οι ακτές της Λαυρεωτικής παρουσιάζουν πλούσιο διαμελισμό με πολλούς όρμους, κυριότεροι από τους οποίους είναι οι: Ράφτης, Δασκαλειό, Θορικού, Λαυρίου, Λεγρενών και Αναβύσσου. Νοτιότερο άκρο είναι το Ακρωτήριο Σούνιο, όπου βρίσκονται τα ερείπια του περίφημου ναού του Ποσειδώνος, ένα από τα λαμπρότερα οικοδομήματα της κλασικής αρχαιότητας.
Η ιστορία του νεότερου Λαυρίου αρχίζει από τη στιγμή που την περιοχή επισκέπτεται ο Ανδρέας Κορδέλλας, γεωλόγος-μηχανικός από τη Σμύρνη, σπουδαγμένος στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Φράιμπεργκ της Γερμανίας.
Ο Κορδέλλας χτενίζει τη Λαυρεωτική γη από άκρη σε άκρη και το έμπειρο μάτι του διακρίνει μονομιάς το θησαυρό που κρύβεται εκεί. Στη λεπτομερή αναφορά του προς το Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών σημειώνει ότι οι σωροί των σκουριών, του άχρηστου δηλαδή μεταλλεύματος που απέμενε μετά την καμίνευση του χρήσιμου μεταλλεύματος κατά την αρχαιότητα, έφθαναν το 1.500.000 τόνους και είχαν 10 % περιεκτικότητα ακόμη σε μολύβι, μπορούσαν δηλαδή να δώσουν 50 γρ. άργυρο ανά τόνο, Παράλληλα, ένα άλλο πεταμένο υλικό, οι εκβολάδες, τα χονδρά φτωχά μεταλλεύματα που οι αρχαίοι είχαν ξεδιαλέξει με τα χέρια ως άχρηστα, μαζί με τους πλυνίτες, το τριμμένο φτωχό μετάλλευμα, έφθαναν αντίστοιχα τους 1.000.000 τόνους και 9.000.000 τόνους με 6,75% περιεκτικότητα σε μόλυβδο και μπορούσαν να δώσουν 140 γρ. άργυρο ανά τόνο.
Η μελέτη αυτή του Ανδρέα Κορδέλα, κίνησε το ενδιαφέρον του Ιταλού Ι. Σερπιέρι, ο οποίος σε συνεργασία με τους Γάλλους Ρου και Φραισινέ, άρχισε η εκμετάλλευση το 1864.
Η εταιρεία Roux-Serpieri-Fressynet C.E., δεν περιορίζεται μόνο στην εκμετάλλευση των σκωριών, προχωρεί και στην εξόρυξη υπόγειου μεταλλεύματος σε έκταση παραχωρημένη από το ελληνικό δημόσιο, που συνολικά φθάνει τα 15.000 στρέμματα και επιπλέον προσπαθεί να οικειοποιηθεί τις σκουριές της Κοινότητας Κερατέας και της Μονής Πεντέλης αλλά και τις εκβολάδες. Αυτό την φέρνει αντιμέτωπη με το ελληνικό κράτος με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το περίφημο Λαυρεωτικό Ζήτημα που πήρε τεράστιες διαστάσεις και έφθασε στο σημείο να απειλείται η Ελλάδα με βομβαρδισμό από γαλλικά πλοία. Τελικά το ζήτημα λύθηκε με συμβιβασμό: Η εταιρεία Roux-Serpieri-Fressynet αγοράσθηκε από τον Ανδρέα Συγγρό αντί 11.500.000 χρυσών φράγκων για την επεξεργασία των σκωριών και των εκβολάδων και μετονομάσθηκε σε Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου , Ελληνική, και ο Σερπίερι ίδρυσε το 1875 την Companie Francaise de Mines du Laurium, Γαλλική, στη θέση Κυπριανός με αντικείμενο την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου.
Οι δύο εταιρείες, παρόλο που ιδρύθηκαν την ίδια εποχή, δεν είχαν την ίδια πορεία: Το 1917 η Ελληνική Εταιρεία, όταν εξαντλείται το προς εκμετάλλευση υλικό, σταματά τις εργασίες της και το 1930 πουλά τις εγκαταστάσεις της. Αντίθετα, η Γαλλική εταιρεία λειτουργεί μέχρι το 1982, οπότε και νοικιάζει τις εγκαταστάσεις της στην Ελληνική Μεταλλουργική Εταιρία, η οποία θα κλείσει και αυτή οριστικά το 1989.
Το νεότερο Λαύριο, σήμερα, 130 χρόνια μετά τη γέννησή του, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα κτήρια και το μηχανολογικό εξοπλισμό των εργοστασίων που σημάδεψαν την ιστορία του. Ολόκληρη η πόλη μοιάζει με ένα ανοικτό μουσείο βιομηχανίας, που σπάνια κανείς συναντά όμοιό του σε όλη την Ευρώπη. Τα περισσότερα κτήρια σχεδιάστηκαν από Γάλλους μηχανικούς στον τύπο των μεγάλων στεγασμένων βιομηχανικών χώρων που κατασκευάζονταν στα τέλη του 19ου αιώνα και σε άλλες βιομηχανικές πόλεις της Ελλάδας, όπως στον Πειραιά, την Πάτρα και την Ερμούπολη της Σύρου. Κεραμοσκέπαστες αίθουσες, κτισμένες η μια δίπλα στην άλλη, έχουν στη πρόσοψη τόξα από λευκό μάρμαρο και κόκκινο τούβλο και στρογγυλούς φεγγίτες, τα μάτια του βοδιού, όπως λέγονται χαρακτηριστικά. Και από μέσα, αντί για τοίχους, υποστυλώματα από χυτοσίδηρο που διπλασίαζαν ή και τριπλασίαζαν το χώρο.
Οι εγκαταστάσεις που κτίσθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της μεταλλουργίας, τα πλυντήρια, οι φούρνοι, οι επιπλεύσεις, οι ενεργειακοί σταθμοί, τα χημεία, τα μηχανουργεία, οι αποθήκες υλικών, τα ορυχεία, τα πηγάδια, ο σιδηρόδρομος και οι λιμενικές κατασκευές παρουσιάζουν ένα πανόραμα της βιομηχανικής εξέλιξης στην Ελλάδα. Παράλληλα, τα λίγα κτήρια που απέμειναν από την Ελληνική Εταιρεία και τα 39 συνολικά κτήρια της Γαλλικής Εταιρείας που διατηρούνται σχεδόν άθικτα στην περιοχή του Κυπριανού, εκεί όπου σήμερα είναι το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, μας δίνουν μια εικόνα της εξέλιξης της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα .