ΝΙΚΟΣ, 1974
Γύρισε από τις στέππες του βορρά
με το κατράμι στην ψυχή
και ασήμια στα μαλλιά
Κοίταξε το σπίτι με ανάσα βαθειά
μέριασε τʼ απομεινάρια της θύρας
πέρασε στο άδειο, στη σιωπή
Ζούσε ένα τραπέζι στη μέση
με σανίδια σπασμένα
Εκεί το νερό, εκεί το ψωμί
Κάθησαν στη ράχη της βαλίτσας
έβγαλαν ένα μπουκάλι ρακί
Σκούπισε με τον αντίχειρα
ένα ποτήρι μικρό, ήπιε
Ήπιε κι η Βασιλική
Το γέμισε πάλι
σήκωσε τα μάτια κατά την οροφή
Πέρασαν ώρες αμίλητοι, καθιστοί
Νύχτωσε
Αποκοιμήθηκε η Βασιλική
κι αυτός λογάριαζε στον τόπο τον τόπο
με την ξετοπισμένη του ψυχή
Την άλλη μέρα βγήκε να ʼδει·
νʼ ανασάνει η μνήμη
να κατεβεί απʼ το λαιμό, να καταπιεί
Κοίταζε ώρα δυό παιδιά
που τάιζαν, κυνηγούσαν πουλιά
Έγειρε στο σωρό μέσα στα ξύλα
έμεινʼ εκεί
Έφυγε σαν μαύρος ήλιος
μʼ ένα φτεράκι νʼ ανοίγει ήσυχα
σε μια καινούργια χώρα, σκοτεινή
ΕΛΕΝΗ
Ακούω νερά
σε κοίτη βαθειά, δειλινή
Λόγια και χρόνια
με τα φεγγάρια στους ώμους
και των χαμένων τους ίσκιους
Ένα τους βλέμμα
μια νεφέλη ζητώ χελιδόνια
Κορμιά που πλάγιασαν ήσυχα
με το δόρυ στα σωθικά
Ενυδρεία της μνήμης
Κοπάδια καράβια
που αποκοιμήθηκαν στα νερόκρινα, άδεια
και τα τυλίγει η σιωπή
Τελωνεία της δόξας
που θησαύρισαν αίμα και σάρκα
Ποιους σήκωσες πόθους
κι ακόμη καλείς
με θηλές αναμμένες
με σπηλιές του κορμιού σου υγρές
κι άλλες του νου σου λαγνείες
Περνούν ακόμη ποτάμια θανάτου πικρά∙
του Αίαντα, του Παύλου, του Νίκου σπαθιά τσακισμένα
ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Δε διαλέγει τόπο
Σηκώνει στην τύχη κορμό
κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό
Της σιωπής και της σκόνης
των άνυδρων εποχών
των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του
Δειλό και γενναίο
με σημάδια από μάχες στις πλάτες
πάντοτʼ εκεί
Αφύλαχτο σʼ αυτόν που θά ʼρθει
στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει
Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί
Με δίχως φύλλα επιμένει
νά ʼρθουν πουλιά στʼ άλκιμα κλαδιά
να τʼ αντικαταστήσουν